- κρετσέντο
- βλ. κρεσέντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεσέντο — (ιταλ. crescendo). Μουσικός όρος που δηλώνει τη βαθμιαία αύξηση της έντασης του ήχου. Στις νότες συνήθως υποδηλώνεται με το σημείο <. Το κ. άρχισε να συμβολίζεται με ειδικό σημείο στα μέσα του 18ου αι., αν και η χρήση του όρου είχε ξεκινήσει… … Dictionary of Greek
ρινφορτσάντο — το, Ν άκλ. μουσ. όρος και σημείο που δηλώνουν απότομο και μικρής διάρκειας κρετσέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rinforzato «ενισχυμένος»] … Dictionary of Greek
ένταση — η 1. τάση, τέντωμα: Ένταση χορδής. 2. μτφ., επαύξηση της δύναμης ή της ενέργειας, δυνάμωμα, φορτσάρισμα: Ένταση της προσοχής. 3. (φυσ.), βαθμός δύναμης ή ενέργειας: Ένταση ήχου και φωτός. 4. (φυσ.), η ποσότητα του ηλεκτρικού φορτίου που στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεσέντο — κρεσέντο, το και κρετσέντο, το (λ. ιταλ.), μουσικός όρος και σημείο με το οποίο δηλώνεται βαθμιαία αύξηση της έντασης των ήχων κατά την εκτέλεση μουσικού κομματιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)